- επίνομος
- ἐπίνομος, -ον (Α) [νόμος]1. αυτός που κατοικεί στη χώρα, ο επιχώριος («ἔνθα καί νυν ἐπίνομον ἡρωίδων στρατὸν ὁμαγυρέα καλεῑ συνίμεν», Πίνδ.)2. νόμιμος, κανονικός3. κληρονόμος επιγρ.4. ως ουσ. κάτοχος βοσκής επιγρ..
Dictionary of Greek. 2013.