επίνομος

επίνομος
ἐπίνομος, -ον (Α) [νόμος]
1. αυτός που κατοικεί στη χώρα, ο επιχώριος («ἔνθα καί νυν ἐπίνομον ἡρωίδων στρατὸν ὁμαγυρέα καλεῑ συνίμεν», Πίνδ.)
2. νόμιμος, κανονικός
3. κληρονόμος επιγρ.
4. ως ουσ. κάτοχος βοσκής επιγρ..

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἐπίνομον — ἐπίνομος visiting the land masc/fem acc sg ἐπίνομος visiting the land neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπινομώτατος — ἐπίνομος visiting the land masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίνομα — ἐπίνομος visiting the land neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίνομοι — ἐπίνομος visiting the land masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -νόμος — και νομος (ΑΜ νόμος και νομος) β συνθετικό πολλών ουσιαστικών και επιθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουσιαστικό νόμος. Τα σύνθετα αυτά εμφανίζονται τόσο ως προπαροξύτονα όσο και ως παροξύτονα. Τα προπαροξύτονα σε νομος είναι εκείνα τών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”